συρμάς

συρμάς
-άδος, ἡ, ΜΑ
σωρός που σχηματίζεται με το σύρσιμο, όπως π.χ. σωρός χιονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συρμάδα — συρμάς snowdrift fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδας — συρμάς snowdrift fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδες — συρμάς snowdrift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδι — συρμάς snowdrift fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδων — συρμάς snowdrift fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”